- καρμπόν
- το(λ. γαλλ.), άκλ., έγχρωμο χαρτί που χρησιμεύει στη σύγχρονη αποτύπωση αντιγράφων του γραφομένου: Βάλε ένα καρμπόν, να πάρω κι εγώ ένα αντίγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.